- τιθασευτικός
- τῐθᾰσ-ευτικός, ή, όν,A easy to tame,
ἐλέφας Arist.HA488b22
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλέφας Arist.HA488b22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθασευτικός — ή, όν, Α [τιθασεύω] ο κατάλληλος, ο ικανός να εξημερώνει ή αυτός που εύκολα τιθασεύεται … Dictionary of Greek